- φοινικάρχης
- φοινῑκάρχ-ης, ου, ὁ,A president of the provincial assembly of Phoenicia, IG22.3817 (Eleusis, iii A.D.), Just.Nov.89.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοινικάρχης — ὁ, ΜΑ ονομασία ιερατικού αξιώματος, πιθανώς προέδρου θρησκευτικού συλλόγου σε επαρχία τής Φοινίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖνιξ, οίνικος + άρχης*] … Dictionary of Greek
φοινικαρχώ — έω, ΜΑ [φοινικάρχης] είμαι φοινικάρχης* … Dictionary of Greek
φοινικαρχία — ἡ, Μ [φοινικάρχης] το αξίωμα τού φοινικάρχη … Dictionary of Greek
φοινικαρχῶν — φοινικάρχέω to be pres part act masc nom sg (attic epic doric) φοινικάρχης president of the provincial assembly of Phoenicia masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)